Το Λαογραφικό Μουσείο Βορρέ – γνωστό και ως Πυργί – που ιδρύθηκε από τον Ίωνα Βορρέ, θεωρείται (πλέον) βασική μονάδα του ελληνικού μουσειακού παραδοσιακού πολιτισμού.
Ο σεβασμός στην ελληνική μνήμη, η οικειότητα της ατμόσφαιρας των εσωτερικών και των εξωτερικών χώρων, οι πολύτιμες θεματικές ενότητες, οι πολιτιστικές δραστηριότητες, η συνεχής μέριμνα για τον εμπλουτισμό των μουσειακών συλλογών, συνθέτουν την ιδιαιτερότητα της φυσιογνωμίας του μουσείου. Παράλληλα, μέσα από τη δημιουργία του, όραμα ενός και μόνο ανθρώπου, και την ακατάπαυστη προσπάθεια λειτουργίας του σε υψηλό ποιοτικό επίπεδο, διαφαίνεται η ακόμη ζωντανή στις μέρες μας παράδοση της ευποιίας, γνωστής άλλωστε και ευρύτερα από παραδείγματα παλαιότερων ωστόσο εποχών.
Περιδιαβαίνοντας τους κήπους και τους εσωτερικούς χώρους δεμένους σε μια αδιάσπαστη ενότητα και μελετώντας τις ποικίλες κατηγορίες των εκθεμάτων και τις επιμέρους ενότητες, κάποτε μοναδικές (βλ. π.χ. την καλύτερη στην Ελλάδα συλλογή των αποκαλούμενων «συριανών» φαγεντιανών, συνειδητοποιεί ο επισκέπτης την ευαισθησία και το εξασκημένο μάτι του συλλέκτη-δημιουργού, μέσα από τα οποία αναδεικνύεται η κεντρική ιδέα του συνόλου που υπήρξε η αποκάλυψη του πολυσχιδούς «προσώπου» του νεότερου κυρίως ελληνισμού.
Το κέντρο βάρους εντοπίζεται σε απανταχού παρόντα, μέσα και έξω, σύνολα από πέτρα (γούρνες, γουδιά, μυλόπετρες, τηνιακά υπέρθυρα, πηγαδόστομα, κρήνες), σίδερο (εργαλεία, τσιγκέλια, μπάλες κανονιών, μανουάλια), πηλό (πιθάρια από όλο τον ελληνικό χώρο, λεκάνες), ξύλο (στροφιλιές, παχύτατες (βαριές?? πόρτες «σφραγισμένες» με γυφτόκαρφα, πινακωτές, πλαστήρια, σοφράδες, κασέλες), χαρτί (χαρακτικά, χρωμολιθογραφίες) και υφαντική ύλη (κιλίμια, κουρελούδες). Ορισμένα από αυτά είναι μετασχηματισμένα ή ιδωμένα μέσα από μια νέα αισθητική με εμφανή την πρόθεση να συμπεριληφθούν σε έναν κατοικήσιμο χώρο, όπου είναι δυνατό να επαναχρησιμοποιηθούν (βλ. π.χ. τη γούρνα μέσα από την οποία έπιναν νερό - πάλαι ποτέ - τα ζωντανά στην πλατεία της Παιανίας, τώρα γεμάτη αμάραντα).
Ανάμεσα στα παραδοσιακά εκθέματα εξάλλου συναντά κανείς και κάποια έπιπλα ευρωπαϊκής προέλευσης που προέρχονται κατ’ εξοχήν από το νησιώτικο ελληνικό χώρο. Τα έπιπλα αυτά που έφερναν από τα μακρινά, για την εποχή τους, ταξίδια Έλληνες καραβοκύρηδες, αποτέλεσαν αναπόσπαστο τμήμα της οικοσκευής δένοντας κατά έναν τρόπο θαυμαστό με το εσωτερικό των σπιτιών της νεοελληνικής εποχής.
Ας σημειωθεί εξάλλου η από όλα τα σημεία εμφανής επικοινωνία των επιμέρους τμημάτων του μουσείου με τις γεμάτες αντιπροσωπευτικά ελληνικά δέντρα και φυτά πλακόστρωτες αυλές και κήπους που εξασφαλίζει την άμεση και συνεχή συμφιλίωση των ανθρώπων μεταξύ τους και με τη φύση. Είναι αυτό ακριβώς που στάθηκε μόνιμη επιδίωξη της «ανώνυμης» παραδοσιακής ελληνικής αρχιτεκτονικής.
Το Λαογραφικό Μουσείο Βορρέ, μια αυθεντική όαση τόσο κοντά ευρισκόμενη στο πολύβουο άστυ, όχι μόνο εξυμνεί το πρόσφατα ελληνικό παρελθόν αλλά και αποτελεί λαμπρό παράδειγμα προς μίμηση.